- ελευθεροφρονώ
- (*) αμετ. свободно мыслить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελευθεροφρονώ — ( έω) 1. σκέφτομαι όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο 2. δεν έχω θρησκευτικές προκαταλήψεις … Dictionary of Greek
ελευθεροφρονώ — αμτβ., είμαι ελευθερόφρονας, (βλ. λ.), σκέφτομαι όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)